παρεκτρέπομαι — παρεκτρέπομαι, παρεκτράπηκα βλ. πίν. 180 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παρεκτρέπω — ΝΜΑ 1. στρέφω κάτι πλαγίως ή σε άλλο μέρος, εκτρέπω από την κανονική του θέση ή κατεύθυνση, απομακρύνω 2. (το μέσ.) παρεκτρέπομαι μτφ. α) εκτρέπομαι, απομακρύνομαι από την ευθεία οδό, υπερβαίνω τα όρια τού πρέποντος, παραστρατώ, ζω έκλυτο βίο β)… … Dictionary of Greek
ακοσμώ — ἀκοσμῶ ( έω) (Α) [ἄκοσμος] 1. είμαι άτακτος, ατίθασος, δεν υπακούω 2. διαπράττω αδίκημα ή αμάρτημα, παρεκτρέπομαι … Dictionary of Greek
ατακτώ — και αταχτώ (AM ἀτακτῶ, έω) [άτακτος] κάνω αταξίες, παρεκτρέπομαι αρχ. μσν. 1. κάνω παράβαση 2. στασιάζω μσν. 1. βρίσκομαι σε αταξία 2. αυθαιρετώ αρχ. 1. (για στρατιώτες) εγκαταλείπω την τάξη, δεν τηρώ την πειθαρχία 2. κάνω άστατη και άτακτη ζωή … Dictionary of Greek
αφηνιάζω — (AM ἀφηνιάζω) [ηνία] (για τα υποζύγια, και κυρίως τα άλογα) δεν συγκρατούμαι από τα ηνία, αρνούμαι να υπακούσω στον αναβάτη αρχ. μσν. εξεγείρομαι, στασιάζω νεοελλ. (για ανθρώπους) 1. παρεκτρέπομαι, παραφέρομαι, αντιδρώ βίαια και παράλογα 2.… … Dictionary of Greek
βγαίνω — (εύχρ. ως μέσ. τ. του βγάζω) 1. εξέρχομαι 2. πραγματοποιούμαι, επαληθεύομαι («βγήκε αληθινό») 3. αναβλύζω, εκπηγάζω 4. κοινολογούμαι, κυκλοφορώ («βγήκε η φήμη ότι...», «βγήκε η εφημερίδα») 5. (για τον ήλιο, τη σελήνη κ.λπ.) ανατέλλω 6. προκύπτω… … Dictionary of Greek
δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… … Dictionary of Greek
εγκλίνω — (AM ἐγκλίνω) γραμμ. (για λέξη) «εγκλίνω τον τόνο» ή εγκλίνομαι αποβάλλω τον τόνο μου ο οποίος μεταβιβάζεται στην προηγούμενη λέξη αρχ. 1. κλίνω, κάμπτω, γυρίζω προς τα μέσα 2. κάνω κάτι να γείρει 3. παθ. ακουμπώ, στηρίζομαι 4. τρέπω σε φυγή 5.… … Dictionary of Greek
εκκυλίνδω — ἐκκυλίνδω (AM) (Α και ἐκκυλινδῶ, έω) Ι. ανατρέπω, καταρρίπτω II. ( ομαι) 1. κυλάω προς τα έξω ή προς τα κάτω, κατρακυλάω 2. παρασύρομαι από πάθη μσν. παρεκτρέπομαι αρχ. 1. βγάζω κάποιον από δύσκολη θέση 2. κοινολογώ, διαδίδω … Dictionary of Greek
εκτρέπω — (AM ἐκτρέπω, Α ιων. τ. ἐκτράπω) 1. στρέφω κάτι έξω από τον φυσικό δρόμο, τρέπω κάτι ή κάποιον μακριά ή προς άλλη κατεύθυνση («τό ὕδωρ ἐξέτρεψεν εἰς τὴν Μαντινικήν», Θουκ.) 2. μέσ. βγαίνω από την κανονική θέση ή διεύθυνσή μου, παρασύρομαι,… … Dictionary of Greek